-
1 ὅμηρος
ὅμηρος, ὁ,A pledge, surety, hostage,ὁμήρους λαμβάνειν Hdt.6.99
;ὁ. παῖδας λαβών Id.1.64
;τὰ ἑωυτοῦ τέκνα δοὺς ὁ. Id.7.165
, cf. Th.7.83 ;ἐν ὁμήρων λόγῳ ποιεύμενος Hdt.7.222
; ἄγεσθαι ὅμηροι to be carried off as hostages, Id.8.94,9.90 ; τοῖον ὅμηρόν μ' ἀποσυλήσας having robbed me of such a hostage, E.Alc. 870(anap.) ; ἔχω γ' ὑμῶν ὁμήρους have hostages for you, Ar.Ach. 327, cf. Lys. 244 ; of things,τὴν γῆν ὅμηρον ἔχειν Th.1.82
: neut. pl.,ὅμηρα δούς Lys.12.68
, cf. Plb.3.52.5, OGI 751.5 (ii B.C.) ;ὥσπερ.. ὁμήρους ἔχομεν τοῦ λόγου τὰ παραδείγματα Pl. Tht. 202e
: neut. pl. even of one person, ([place name] Tolophon) ;ὃς ἦν ὅμηρα LXX 1 Ma. 1.10
. -
2 ὅμ-ηρος
ὅμ-ηρος, 1) wie ὁμήρης, zusammengefügt, vereinigt, bes. durch die Ehe, Gatte, Gattinn, Eur. Alc. 873. – 2) wie τὸ ὅμηρον, welches bes. im plur. gebraucht wurde, Unterpfand, der Einigung, Geißel; Ar. Ach. 308 Lys. 244; ὁμήρους τῶν νησιωτέων παῖδας ἐλάμβανον, Her. 6, 99. 8, 94; ἄνδρας δώσειν Ἆϑηναίων ὁμήρους, ἕνα κατὰ τάλαντον, Thuc. 7, 83; Xen. Cyr. 4, 2, 7 u. öfter; ὥςπερ ὁμήρους ἔχομεν τοῦ λόγου τὰ παραδείγματα, Plat. Theaet. 202 e; auch von Land und anderm Unterpfande, μὴ γὰρ ἄλλο τι νομίσητε τὴν γῆν αὐτῶν ἢ ὅμηρον ἔχειν, Thuc. 1, 82; ὑπέσχετο δὲ εἰρήνην ποιήσειν μήτε ὅμηρα δούς –, Lys. 12, 68; Pol. 3, 52, 5 u. a. Sp., die auch von einem Menschen sagen ὃς ἦν ὅμηρα, Maccab. – 3) Nach Her. Vit. Hom. 13 soll bei den Kymäern ὅμηρος blind geheißen haben, woraus die Sage von Homer's Blindheit erklärt wird.
См. также в других словарях:
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek